μοσκεταρία

μοσκεταρία
η
στρατιώτες οπλισμένοι με μοσκέτα, σώμα τυφεκιοφόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. moschetteria < ιταλ. moschetto «είδος φορητού πυροβόλου όπλου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”